λυμήτης

λυμήτης
λυμήτης, ὁ (Α) [λύμη]
λυμεώνας, λυμαντήρ*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λύμη — λύμη, ἡ (Α) 1. άσχημη, προσβλητική μεταχείριση, κακοποίηση με λόγια και με έργα 2. βλάβη, φθορά, καταστροφή, όλεθρος («ὧν διαφθειρομένων οὐκ ἂν γίγτοιτο μεγάλη λύμη τῇ πόλει», Πλάτ.) 3. ρύπος, ακαθαρσία, λύμα («καθάπερ γὰρ σιδήρῳ μὲν ἰός, ξύλοις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”